- βυσσίνης
- βύσσινοςmade offem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βυσσινής — ιά, ί [βύσσινο] 1. εκείνος του οποίου το χρώμα μοιάζει με του βύσσινου 2. το ουδ. ως ουσ. το βυσσινί το χρώμα του βύσσινου … Dictionary of Greek
βυσσινής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του βύσσινου: Η ταπετσαρία του καναπέ έχει χρώμα βυσσινί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βυσσινόχρωμος — η, ο ο βυσσινής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)